-
1 затруднить
затруднить, затруднять δυσκολεύω εμποδίζω (мешать) вас не затруднит...? δεν θα σας είναι δύσκολο...;* * *= затруднятьδυσκολεύω; εμποδίζω ( мешать)вас не затрудни́т...? — δεν θα σας είναι δύσκολο…
-
2 стеснять
стеснятьнесов в разн. знач. στενοχωρώ, δυσκολεύω, ἐμποδίζω, περιορίζω:\стеснять чью-л. свободу περιορίζω τήν ἐλευθερία κάποιου· \стеснять движения δυσκολεύω τίς κινήσεις· \стеснять материально στενοχωρώ οίκονομικά· вы нас не бу́дете \стеснять δέν θά μας δώσετε βάρος. -
3 hamper
-
4 беспокоить
-ою, -оишь, ρ.δ.μ.1. ανησυχώ, εμποδίζω, δυσκολεύω, στενοχωρώ•шум -и т больного ο θόρυβος ανησυχεί τον άρρωστο.
|| ενοχλώ•по целым дням его -ят посетители ολόκληρες μέρες τον ενοχλούν οι επισκέπτες.
|| ερεθίζω, προξενώ πόνο•бритва вас не -ит? το ξυράφι κόβει καλά;
2. ταράζω, φοβίζω•его отсутствие -и т вас η απουσία του σας κάνει να φοβάστε.
1. ανησυχώ, στενοχωρούμαι, ταράσσομαι•мать -ится о сыне η μάνα ανησυχεί για το παιδί.
2. σκοτίζομαι, ενοχλούμαι•не -тесь, пожалуйста, мне и так удобно μην ανησυχείτε για μένα σας παρακαλώ, εγω καλά βολεύτηκα.
-
5 затруднить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затрудненный, βρ: -нен, -нена, -нено.1. στενοχωρώ, ενοχλώ.2. δυσκολεύω, δυσχεραίνω, παρεμβάλλω εμπόδια. || φράσσω, εμποδίζω το πέρασμα.εκφρ.если вас не -ит – αν δε σας κάνει κόπο.δυσκολεύομαι, δυσχεραίνομαι. -
6 препятствовать
-ствую, -ствуешьρ.δ. εμποδίζω, παρεμποδίζω, κωλύω, παρακωλύω, βάζω εμπόδια. || δυσκολεύω, δυσχεραίνω, παρεμβάλω εμπόδια. -
7 утруднить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утруднённый, βρ: -нён, -нена, -неюρ.σ.μ.1. δυσκολεύω, δυσχεραίνω.2. εμποδίζω, κωλύω.δυσχεραίνομαι, γίνομαι πιο δύσκολος.
См. также в других словарях:
δυσκολεύω — και δυσκολεύγω Ι. 1. καθιστώ κάτι δύσκολο, δυσχεραίνω 2. γίνομαι εμπόδιο, εμποδίζω 3. φέρνω αντιρρήσεις, αρνούμαι («αν τή ρεχτής και θέλης τη, ζιμιό να τσή μηνύσω, κι α δυσκολέψη, ζωντανή δε θε να τήν αφήσω», Ερωτόκρ.) 4. γίνομαι δύσκολος 5.… … Dictionary of Greek
δυσκολεύω — δυσκόλεψα, δυσκολεύτηκα, δυσκολεμένος 1. κάνω κάτι δύσκολο, εμποδίζω, δυσχεραίνω: Ο άστατος καιρός δυσκόλεψε την κατάσταση. 2. το μέσ., δυσκολεύομαι διστάζω: Δυσκολεύομαι να του μιλήσω. 3. δυσκολεύομαι αντιμετωπίζω οικονομικές δυσκολίες:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιπλέκω — περίπλεξα, περιπλέχτηκα, περιπλεγμένος, μπλέκω, μπερδεύω, δυσκολεύω, εμποδίζω: Η υπόθεση περιπλέχτηκε άσχημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)